- τρίβονται
- τρί̱βονται , τρίβωrubpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοκάνη — (I) και δουκάνη, η και δοκάνι, το (Α τυκάνη και τυτάνη, Μ δουκάνη) αλωνιστική μηχανή που αποτελείται από μια σανίδα και πλάκα από πυριτόλιθους για να τρίβονται τα στάχυα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τυκάνη]. (II) και δοκάνα, η και δοκάνι, το (Α δοκάνη, η)… … Dictionary of Greek
κατιφές — Κοινή ονομασία ετήσιων ανθόφυτων. Οι κ. κατατάσσονται σε δύο ομάδες ποικιλιών: στους όρθιους και υψηλούς, που προήλθαν από το είδος ταγέτης ο ορθοφυής, και στους κατακείμενους (νάνοι), που προήλθαν από τον ταγέτη τοναναπεπταμένο. Και τα δύο… … Dictionary of Greek
τριβοηλεκτρισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζονται αντίθετα ηλεκτρικά φορτία σε δύο σώματα, όταν τρίβονται μεταξύ τους. Παρουσιάζεται στην τριβή μεταξύ στερεών ή μεταξύ υγρών και στερεών ή μεταξύ αερίων και στερεών. Στην περίπτωση μονωτικών σωμάτων, η… … Dictionary of Greek
φορτίο — Στην αντοχή υλικών σημαίνει το σύνολο των εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνται σε ένα κατασκευαστικό σύνολο (δοκός, πλάκα, γέφυρα, στέγη κλπ.). Τα φ. διακρίνονται καταρχήν σε μόνιμα και συμπτωματικά. Τα πρώτα αποτελούνται από το ίδιο το βάρος της… … Dictionary of Greek
αΐλανθος — (ailanthus). Γένος φυτών της οικογένειας των σιμαρουβιδών. Το πιο διαδεδομένο είδος του, ο α. ο αδενώδης, γνωστό με την κοινή ονομασία βρωμόδεντροβρωμούσα (τα φύλλα του όταν τρίβονται αναδίδουν μια δυσάρεστη οσμή), είναι κινεζικής καταγωγής και… … Dictionary of Greek
κορίανδρο ή κόλιαντρος — Ποώδες φυτό της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι κ. το εδώδιμον (Coriandrum sativum). Έχει ύψος 30 60 εκ., είναι λείο και κάθετα γραμμωτό. Τα φύλλα του είναι πτεροσχιδή και όταν τρίβονται αναδίδουν… … Dictionary of Greek
ορθόπτερα — Τάξη εντόμων ποικίλων διαστάσεων, με τυπικά μασητικά στοματικά όργανα, μπροστινές πτέρυγες μεταμορφωμένες σε καλυπτήριο υμένα ή περγαμηνοειδούς σύστασης και ατελούς μεταμόρφωσης. Το κεφάλι είναι μεγάλο, ισχυρό, γενικά υπογναθικό. Τα ο. έχουν… … Dictionary of Greek
τσιμούχα — η 1. άκρη υφάσματος, ούγια. 2. μακριά λουρίδα από άκρη υφάσματος, μπορντούρα. 3. κατασκεύασμα από λεπτό φελλό, από χαρτόνι κτλ., που μπαίνει ανάμεσα σε μεταλλικές επιφάνειες μηχανής για να μην τρίβονται αυτές ή να μη διαρρέουν λάδια. 4. το φυτό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)